ἰξοβόρος

ἰξοβόρος
ἰξοβόρος
eating mistletoe-berries
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιξοβόρος — ο (Α ἰξοβόρος, ον) νεοελλ. πτηνό τής οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες αρχ. 1. αυτός που τρώει τον καρπό τού ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰξοβόρος είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • γερακότσιχλα — η κν. ονομασία τού πτηνού ιξοβόρος* …   Dictionary of Greek

  • δεντρότσιχλα — η ονομασία τού Πτηνού κίχλη η ιξοβόρος …   Dictionary of Greek

  • διπλότσιχλα — η κοινή ονομασία τού πτηνού κίχλη η ιξοβόρος …   Dictionary of Greek

  • ιξοφάγος — ἰξοφάγος, ον (Α) ιξοβόρος, αυτός που τρώει τον ιξό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φάγος (< θ. φαγ τού ἔ φαγ ον που χρησιμεύει ως αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, φυτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”